ματαιότης

ματαιότης
ματαιότης, ητος, ἡ (s. prec. entry; Philod., Rhet. II p. 26, 6 Sudh. μ. ἀνθρώπων; Sext. Emp., Adv. Math. 1, 278; Pollux 6, 134; LXX; TestSol 8:2 D; Philo, Conf. Lingu. 141. Perh. also CIG IV, 8743, 6) state of being without use or value, emptiness, futility, purposelessness, transitoriness τῇ μ. ἡ κτίσις ὑπετάγη the creation was subjected to frustration Ro 8:20. Of the heathen περιπατεῖν ἐν μ. τοῦ νοός walk with their minds fixed on futile things Eph 4:17. φεύγειν ἀπὸ πάσης μ. flee from all idle speculations 4:10; cp. Pol 7:2 (καθαρεύειν ἀπὸ πάσης μ. νοημάτων καὶ λέξεων Orig., C. Cels. 5, 46, 5). ὑπέρογκα ματαιότητος φθέγγεσθαι utter highsounding but empty words 2 Pt 2:18 (cp. Ps 37:13). ἐπὶ ματαιότητι out of folly (Arrian, Ind. 36, 1 ἐπὶ τῆς ἀγγελίης τῇ ματαιότητι) ITr 8:2.—DELG s.v. μάτη. M-M. TW.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ματαιότης — vanity fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ματαιοτήτων — ματαιότης vanity fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ματαιότησιν — ματαιότης vanity fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ματαιότητα — ματαιότης vanity fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ματαιότητας — ματαιότης vanity fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ματαιότητες — ματαιότης vanity fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ματαιότητι — ματαιότης vanity fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ματαιότητος — ματαιότης vanity fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ματαιότητα — η (ΑM ματαιότης, ητος) [μάταιος] η ιδιότητα τού μάταιου, το να είναι κάτι χωρίς σκοπό, περιεχόμενο ή ωφέλεια («ματαιότης ματαιοτήτων, τὰ πάντα ματαιότης», ΠΔ) μσν. φθορά («ἡ κτίσις ὑπετάχθη εἰς τὴν ματαιότητα», Χριστ. διδασκ.) ĮĮ αρχ. αφροσύνη,… …   Dictionary of Greek

  • ματαιότητ' — ματαιότητα , ματαιότης vanity fem acc sg ματαιότητι , ματαιότης vanity fem dat sg ματαιότητε , ματαιότης vanity fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • суета — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;}  сущ. (греч. ματαιότης) хлопотливая, усиленная деятельность, которая… …   Словарь церковнославянского языка

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”